el diccionario turco - griego

Türkçe - ελληνικά

sorun griego:

1. πρόβλημα πρόβλημα


Έχω ένα πρόβλημα.
Θα πρέπει να αντιμετωπίσεις αυτό το πρόβλημα όσο δύσκολο και να φαίνεται.