el diccionario italiano - griego

italiano - ελληνικά

stazione griego:

1. σιδηροδρομικός σταθμός σιδηροδρομικός σταθμός


Είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός μακριά από εδώ;
Ο σιδηροδρομικός σταθμός είναι μακριά από εδώ;