el diccionario italiano - griego

italiano - ελληνικά

scuola griego:

1. σχολείο σχολείο


Δεν ήρθες στο σχολείο χθες.
Η ώρα είναι έντεκα, πρέπει τα παιδιά να πάνε για ύπνο, έχουν σχολείο αύριο.