el diccionario francés - griego

Français - ελληνικά

jusqu'a griego:

1. μέχρι


Θα σε συνοδευσω μέχρι το ἀεροδρόμιο.
Αποφασίσαμε να αναβάλλουμε την συνάντηση μέχρι την επόμενη Κυριακή.